- στεναγμώδης
- στεναγ-μώδης, ες,=A
στεναγματώδης, ἀναπνοή Paul.Aeg.3.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεναγματώδης, ἀναπνοή Paul.Aeg.3.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεναγμώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) στεναγμώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στεναγμώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεναγμώδης — ῶδες, ΜΑ [στεναγμός] όμοιος με στεναγμό, στεναγματώδης* («στεναγμώδης ἀναπνοή», Παύλ. Αιγ.) … Dictionary of Greek